Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηλιοσυλλέκτης οι ηλιοσυλλέκτες
      γενική του ηλιοσυλλέκτη των ηλιοσυλλεκτών
    αιτιατική τον ηλιοσυλλέκτη τους ηλιοσυλλέκτες
     κλητική ηλιοσυλλέκτη ηλιοσυλλέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλιοσυλλέκτης < ηλιο- + συλλέκτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.li.o.siˈle.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐λι‐ο‐συλ‐λέ‐κτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηλιοσυλλέκτης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία