ηλιοβαλβίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαηλιοβαλβίδα θηλυκό
- μηχανισμός (βαλβίδα) που διακόπτει μια διαδικασία (π.χ. παροχή αερίου για τον φωτισμό φάρου), μόλις εμφανιστεί το φως του ήλιου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλιοβαλβίδα
|