ηλεκτροανατομικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηλεκτροανατομικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική electroanatomical < αρχαία ελληνική ἤλεκτρον + ελληνιστική κοινή ἀνατομικός < αρχαία ελληνική τέμνω
Επίθετο
επεξεργασίαηλεκτροανατομικός
- (ιατρική) που αφορά την χαρτογράφηση κάποιων ανατομικών χαρακτηριστικών με ηλεκτρικά ή άλλα μέσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλεκτροανατομικός
|