ηδονόπληκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηδονόπληκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡδονόπληκτος. Μορφολογικά αναλύεται σε ηδον(ή) + -ό- + -πληκτος
Επίθετο
επεξεργασίαηδονόπληκτος, -η, -ο
- (λόγιο) που πλήττεται από τις ηδονές, που έχει ως κριτήριο των ενεργειών και των σκέψεών του την ηδονή που θα αποκομίσει
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηδονόπληκτος
|
Πηγές
επεξεργασία- ηδονόπληκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.