ζεσεόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζεσεόμετρο | τα | ζεσεόμετρα |
γενική | του | ζεσεόμετρου & ζεσεομέτρου |
των | ζεσεόμετρων & ζεσεομέτρων |
αιτιατική | το | ζεσεόμετρο | τα | ζεσεόμετρα |
κλητική | ζεσεόμετρο | ζεσεόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζεσεόμετρο < ζέση + -ο- + μέτρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ebulliometer)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζεσεόμετρο ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ebulliometer στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζεσεόμετρο