↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζεσεόμετρο τα ζεσεόμετρα
      γενική του ζεσεόμετρου
ζεσεομέτρου
των ζεσεόμετρων
ζεσεομέτρων
    αιτιατική το ζεσεόμετρο τα ζεσεόμετρα
     κλητική ζεσεόμετρο ζεσεόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζεσεόμετρο < ζέση + -ο- + μέτρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ebulliometer)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζεσεόμετρο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία