Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζεολιθοφόρος η ζεολιθοφόρα το ζεολιθοφόρο
      γενική του ζεολιθοφόρου της ζεολιθοφόρας του ζεολιθοφόρου
    αιτιατική τον ζεολιθοφόρο τη ζεολιθοφόρα το ζεολιθοφόρο
     κλητική ζεολιθοφόρε ζεολιθοφόρα ζεολιθοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζεολιθοφόροι οι ζεολιθοφόρες τα ζεολιθοφόρα
      γενική των ζεολιθοφόρων των ζεολιθοφόρων των ζεολιθοφόρων
    αιτιατική τους ζεολιθοφόρους τις ζεολιθοφόρες τα ζεολιθοφόρα
     κλητική ζεολιθοφόροι ζεολιθοφόρες ζεολιθοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζεολιθοφόρος < ζεόλιθ(ος) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

ζεολιθοφόρος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία