τόφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τόφος | οι | τόφοι |
γενική | του | τόφου | των | τόφων |
αιτιατική | τον | τόφο | τους | τόφους |
κλητική | τόφε | τόφοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τόφος αρσενικό
- (ορυκτολογία) ηφαιστειακό ιζηματογενές πέτρωμα προερχόμενο από αποθέσεις στερεών αναβλημάτων των ηφαιστείων των οποίων το μέγεθος και η σύσταση ποικίλλουν
- (ιατρική) συγκέντρωση ουρικών αλάτων σε αρθρώσεις