Δείτε επίσης: τόφου, τοφού

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τόφος οι τόφοι
      γενική του τόφου των τόφων
    αιτιατική τον τόφο τους τόφους
     κλητική τόφε τόφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τόφος < αγγλική tophus / tofus < λατινική tofus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τόφος αρσενικό

  1. (ορυκτολογία) ηφαιστειακό ιζηματογενές πέτρωμα προερχόμενο από αποθέσεις στερεών αναβλημάτων των ηφαιστείων των οποίων το μέγεθος και η σύσταση ποικίλλουν
    ζεολιθοφόρος τόφος
  2. (ιατρική) συγκέντρωση ουρικών αλάτων σε αρθρώσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία