ζελατινοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζελατινοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ζελατινοποιώ
Μετοχή
επεξεργασίαζελατινοποιημένος
- που έχει υποστεί ζελατινοποίηση
- ※ Το «ζελατινοποιημένο άμυλο», που μερικές φορές αναγράφεται και σε συσκευασίες, δεν είναι δηλαδή κάτι τόσο επικίνδυνο για την υγεία του καταναλωτή, αρκεί να έχει πραγματοποιηθεί κάτω από ομαλές συνθήκες. (εφ. Το Βήμα, 4/1/2014)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζελατινοποιημένος
|