ζελατινοποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζελατινοποιώ < ζελατίνη + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική gelatinize)
Ρήμα επεξεργασία
ζελατινοποιώ (παθητική φωνή: ζελατινοποιούμαι)
Συγγενικά επεξεργασία
- ζελατινοποιημένος
- ζελατινοποίηση
- → δείτε τις λέξεις ζελατίνη και ποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζελατινοποιώ