↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζελατινοποίηση οι ζελατινοποιήσεις
      γενική της ζελατινοποίησης* των ζελατινοποιήσεων
    αιτιατική τη ζελατινοποίηση τις ζελατινοποιήσεις
     κλητική ζελατινοποίηση ζελατινοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζελατινοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζελατινοποίηση < ζελατινοποιώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική gelatinization)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζελατινοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία