Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσρόφηση οι προσροφήσεις
      γενική της προσρόφησης* των προσροφήσεων
    αιτιατική την προσρόφηση τις προσροφήσεις
     κλητική προσρόφηση προσροφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσροφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσρόφηση < προσροφώ, προσροφη- + -σις > -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσρόφηση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία