προσροφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπροσροφώ (παθητική φωνή: προσροφώμαι)
- (φυσική, χημεία, για κάποιες χημικές ουσίες) έχω την ιδιότητα να δεσμεύω στην επιφάνειά μου κάποια άλλη ουσία
Συγγενικά
επεξεργασία- προσρόφηση
- προσροφητής
- → δείτε τις λέξεις προς και ροφώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσροφάω - προσροφώ | προσροφούσα | θα προσροφάω - προσροφώ | να προσροφάω - προσροφώ | προσροφώντας | |
β' ενικ. | προσροφάς | προσροφούσες | θα προσροφάς | να προσροφάς | προσρόφα - προσρόφαγε | |
γ' ενικ. | προσροφάει - προσροφά | προσροφούσε | θα προσροφάει - προσροφά | να προσροφάει - προσροφά | ||
α' πληθ. | προσροφάμε - προσροφούμε | προσροφούσαμε | θα προσροφάμε - προσροφούμε | να προσροφάμε - προσροφούμε | ||
β' πληθ. | προσροφάτε | προσροφούσατε | θα προσροφάτε | να προσροφάτε | προσροφάτε | |
γ' πληθ. | προσροφάν(ε) - προσροφούν(ε) | προσροφούσαν(ε) | θα προσροφάν(ε) - προσροφούν(ε) | να προσροφάν(ε) - προσροφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσρόφησα | θα προσροφήσω | να προσροφήσω | προσροφήσει | ||
β' ενικ. | προσρόφησες | θα προσροφήσεις | να προσροφήσεις | προσρόφα - προσρόφησε | ||
γ' ενικ. | προσρόφησε | θα προσροφήσει | να προσροφήσει | |||
α' πληθ. | προσροφήσαμε | θα προσροφήσουμε | να προσροφήσουμε | |||
β' πληθ. | προσροφήσατε | θα προσροφήσετε | να προσροφήσετε | προσροφήστε | ||
γ' πληθ. | προσρόφησαν προσροφήσαν(ε) |
θα προσροφήσουν(ε) | να προσροφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσροφήσει | είχα προσροφήσει | θα έχω προσροφήσει | να έχω προσροφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσροφήσει | είχες προσροφήσει | θα έχεις προσροφήσει | να έχεις προσροφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσροφήσει | είχε προσροφήσει | θα έχει προσροφήσει | να έχει προσροφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσροφήσει | είχαμε προσροφήσει | θα έχουμε προσροφήσει | να έχουμε προσροφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσροφήσει | είχατε προσροφήσει | θα έχετε προσροφήσει | να έχετε προσροφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσροφήσει | είχαν προσροφήσει | θα έχουν προσροφήσει | να έχουν προσροφήσει |
|