Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσροφητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
προσροφητ
ής
οι
προσροφητ
ές
γενική
του
προσροφητ
ή
των
προσροφητ
ών
αιτιατική
τον
προσροφητ
ή
τους
προσροφητ
ές
κλητική
προσροφητ
ή
προσροφητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
προσροφητής
<
προσροφώ
,
προσ
ροφη- +
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προσροφητής
αρσενικό
(
φυσική
,
χημεία
)
ουσία
που επιτρέπει τη
διείσδυση
μορίων άλλης
ουσίας
στην επιφάνειά της
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
προσροφώ
και
ροφώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσροφητής