αμυλόζη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμυλόζη | ||
γενική | της | αμυλόζης | ||
αιτιατική | την | αμυλόζη | ||
κλητική | αμυλόζη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμυλόζη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμυλόζη θηλυκό
- (βιολογία, βιοχημεία) πολυμερής υδατάνθρακας που συντίθεται από διακλαδούμενες αλυσίδες μονάδων γλυκόζης
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμυλόζη
|