Ετυμολογία

επεξεργασία
εὔπυγος < εὔ- + -πυγος. Αναλύεται σε εὖ και πυγή

  Επίθετο

επεξεργασία

εὔπυγος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὔπυγος τὸ εὔπυγον
      γενική τοῦ/τῆς εὐπύγου τοῦ εὐπύγου
      δοτική τῷ/τῇ εὐπύγ τῷ εὐπύγ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὔπυγον τὸ εὔπυγον
     κλητική ! εὔπυγε εὔπυγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὔπυγοι τὰ εὔπυγ
      γενική τῶν εὐπύγων τῶν εὐπύγων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐπύγοις τοῖς εὐπύγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐπύγους τὰ εὔπυγ
     κλητική ! εὔπυγοι εὔπυγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐπύγω τὼ εὐπύγω
      γεν-δοτ τοῖν εὐπύγοιν τοῖν εὐπύγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές