εὐστόμαχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | εὐστόμαχος | τὸ | εὐστόμαχον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | εὐστομάχου | τοῦ | εὐστομάχου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | εὐστομάχῳ | τῷ | εὐστομάχῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | εὐστόμαχον | τὸ | εὐστόμαχον | ||
κλητική ὦ! | εὐστόμαχε | εὐστόμαχον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐστόμαχοι | τὰ | εὐστόμαχᾰ | ||
γενική | τῶν | εὐστομάχων | τῶν | εὐστομάχων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐστομάχοις | τοῖς | εὐστομάχοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐστομάχους | τὰ | εὐστόμαχᾰ | ||
κλητική ὦ! | εὐστόμαχοι | εὐστόμαχᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐστομάχω | τὼ | εὐστομάχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐστομάχοιν | τοῖν | εὐστομάχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εὐστόμαχος (ελληνιστική κοινή) < (εὖ) εὐ- + στόμαχος
Επίθετο
επεξεργασίαεὐστόμαχος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή), συγκριτικός :εὐστομαχώτερος, υπερθετικός : εὐστομαχώτατος
- ωφέλιμος για το στομάχι, εύπεπτος, υγιεινός
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 41 @scaife.perseus, @el.wikisource
- ἐχῖνοι δὲ ἁπαλοὶ μέν, εὔχυλοι, βρομώδεις, πλήσμιοι, εὔφθαρτοι, μετὰ δὲ ὀξυμέλιτος λαμβανόμενοι καὶ σελίνου καὶ ἡδυόσμου εὐστόμαχοι, γλυκεῖς τε καὶ εὔχυλοι.
- ≠ αντώνυμα: κακοστόμαχος
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 41 @scaife.perseus, @el.wikisource
- ήρεμος, γαλήνιος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- εὐστόμαχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐστόμαχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.