ευστόμαχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευστόμαχος < ελληνιστική κοινή εὐστόμαχος < αρχαία ελληνική εὖ + στόμαχος < στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stomn̥ / *stomen- (στόμα)
Επίθετο επεξεργασία
ευστόμαχος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευστόμαχος
|