Δείτε επίσης: ἀδιάλλακτος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐδιάλλακτος τὸ εὐδιάλλακτον
      γενική τοῦ/τῆς εὐδιαλλάκτου τοῦ εὐδιαλλάκτου
      δοτική τῷ/τῇ εὐδιαλλάκτ τῷ εὐδιαλλάκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐδιάλλακτον τὸ εὐδιάλλακτον
     κλητική ! εὐδιάλλακτε εὐδιάλλακτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐδιάλλακτοι τὰ εὐδιάλλακτ
      γενική τῶν εὐδιαλλάκτων τῶν εὐδιαλλάκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐδιαλλάκτοις τοῖς εὐδιαλλάκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐδιαλλάκτους τὰ εὐδιάλλακτ
     κλητική ! εὐδιάλλακτοι εὐδιάλλακτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐδιαλλάκτω τὼ εὐδιαλλάκτω
      γεν-δοτ τοῖν εὐδιαλλάκτοιν τοῖν εὐδιαλλάκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐδιάλλακτος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

εὐδιάλλακτος, -ος, -ον

Παράγωγα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία