εὐδιάλλακτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εὐδιάλλακτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαεὐδιάλλακτος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) αυτός που εύκολα συμφιλιώνεται, αυτός που εύκολα συμβιβάζεται, αυτός που εύκολα συγχωρεί
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς – Λόγος Α΄, 1.11 @scaife.perseus
- ἰδεῖν γοῦν ἔστιν ἐν Ἀλεξάνδρῳ τὸ μὲν πολεμικὸν φιλάνθρωπον, τὸ δὲ πρᾶον ἀνδρῶδες τὸ δὲ χαριστικὸν οἰκονομικόν, τὸ δὲ θυμικὸν εὐδιάλλακτον, τὸ δʼ ἐρωτικὸν σῶφρον, τὸ δʼ ἀνειμένον οὐκ ἀργόν, τὸ δʼ ἐπίπονον οὐκ ἀπαραμύθητον.
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Κύριλλος Α΄ Αλεξανδρείας, In XII Prophetas Commentary obadiah Book 1 Paragraph 17 (obadiah.1.17) p.559, @scaife.perseus
- φιλάνθρωπος γὰρ καὶ εὐμενὴς ὁ Δεσπότης, καὶ τοῖς προσκροὺουσιν εὐδιάλλακτος·
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς – Λόγος Α΄, 1.11 @scaife.perseus
Παράγωγα
επεξεργασία- εὐδιαλλάκτως (επίρρημα)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διαλλάσσω
Πηγές
επεξεργασία- εὐδιάλλακτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐδιάλλακτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.