εἰσβολή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εἰσβολή | αἱ | εἰσβολαί |
γενική | τῆς | εἰσβολῆς | τῶν | εἰσβολῶν |
δοτική | τῇ | εἰσβολῇ | ταῖς | εἰσβολαῖς |
αιτιατική | τὴν | εἰσβολήν | τὰς | εἰσβολᾱ́ς |
κλητική ὦ! | εἰσβολή | εἰσβολαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰσβολᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰσβολαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εἰσβολή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεἰσβολή θηλυκό
- επιδρομή, εισβολή, επίθεση
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 1, 2.7
- Θράσυλλος δὲ ἑβδόμῃ καὶ δεκάτῃ ἡμέρᾳ μετὰ τὴν εἰσβολὴν εἰς Ἔφεσον ἀπέπλευσε,
- Ο Θράσυλλος έφτασε στην Έφεσο δεκαεφτά μέρες έπειτα από την εισβολή του εκείνη,
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- Θράσυλλος δὲ ἑβδόμῃ καὶ δεκάτῃ ἡμέρᾳ μετὰ τὴν εἰσβολὴν εἰς Ἔφεσον ἀπέπλευσε,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 1, 2.7
- είσοδος, πέρασμα, δίοδος, στενό, ισθμός
- είσοδος, άνοιγμα σε κάτι, αρχή, έναρξη
- πρόλογος, προοίμιο
- (στον πληθυντικό αριθμό εἰσβολαί) οι Θερμοπύλες, εκβολές ποταμού
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 4.41.6 @scaife.perseus
- διʼ ἃ δὴ τῶν μὲν λάβρων καὶ μεγάλων ποταμῶν τὰ μὲν χώματα μακρὰν συνίσταται, τὰ δὲ παρὰ τὴν χέρσον ἐστὶν ἀγχιβαθῆ, τῶν δʼ ἐλαττόνων καὶ πρᾴως ῥεόντων παρʼ αὐτὰς τὰς εἰσβολὰς οἱ θῖνες συνίστανται.
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 4.41.6 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βάλλω
Πηγές
επεξεργασία- εἰσβολή - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- εἰσβολή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἰσβολή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.