ευκολόπαρτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ευκολόπαρτος, -η, -ο
- (σπάνιο, λαϊκότροπο) που κυριεύτεται εύκολα
- ※ Τούτος δεν πνίγεται, σας βεβαιώνω εγώ, και ας ήτουν το καράβι μας καρυδοτσέφλι κ' ευκολόπαρτο ωσάν καλοπέσουλη κόρη. (Ουίλιαμ Σαίξπηρ Η τρικυμία. Μετάφραση (1913): Ιάκωβος Πολυλάς)
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευκολόπαρτος
→ δείτε τη λέξη ευάλωτος |