πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκλείδειος η ευκλείδεια
& ευκλείδειος
το ευκλείδειο
      γενική του ευκλείδειου
& ευκλειδείου
της ευκλείδειας
& ευκλειδείου
του ευκλείδειου
& ευκλειδείου
    αιτιατική τον ευκλείδειο την ευκλείδεια
& ευκλείδειο
το ευκλείδειο
     κλητική ευκλείδειε ευκλείδεια
& ευκλείδειε
ευκλείδειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκλείδειοι οι ευκλείδειες
& ευκλείδειοι
τα ευκλείδεια
      γενική των ευκλείδειων
& ευκλειδείων
των ευκλείδειων
& ευκλειδείων
των ευκλείδειων
& ευκλειδείων
    αιτιατική τους ευκλείδειους
& ευκλειδείους
τις ευκλείδειες
& ευκλειδείους
τα ευκλείδεια
     κλητική ευκλείδειοι ευκλείδειες
& ευκλείδειοι
ευκλείδεια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ευκλείδειος < αρχαίο όνομα Εὐκλείδ(ης), από την ελληνιστική περίοδο για το γεωμέτρη Ευκλείδη + -ειος λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική euclidien < λατινική Euclides < (ελληνιστική κοινή) Εὐκλείδ(ης) + -ien (-ειος) [1]
ΔΦΑ : /efˈkli.ði.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευκλείδειος

ευκλείδειος, -α / -ος, -ο

  1. (γεωμετρία) που αναφέρεται ή αποδίδεται στον μαθηματικό Ευκλείδη
      ευκλείδειος χώρος, ευκλείδεια γεωμετρία
  2. που αναφέρεται στην περίοδο που ήταν άρχοντας της αρχαίας Αθήνας ο Ευκλείδης, κυρίως για την καθιέρωση του ιωνικού αλφαβήτου στην Αθήνα που έγινε τότε
       δείτε ευκλείδεια γραφή

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ευκλείδειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Παλιότερα, το θηλυκό, πιο συνηθισμένο σε -ος.