Εὐκλείδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Εὐκλείδης | οἱ | Εὐκλεῖδαι |
γενική | τοῦ | Εὐκλείδου | τῶν | Εὐκλειδῶν |
δοτική | τῷ | Εὐκλείδῃ | τοῖς | Εὐκλείδαις |
αιτιατική | τὸν | Εὐκλείδην | τοὺς | Εὐκλείδᾱς |
κλητική ὦ! | Εὐκλείδη | Εὐκλεῖδαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Εὐκλείδᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Εὐκλείδαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Ἀτρείδης' όπως «Ἀτρείδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Εὐκλείδης < + -ίδης → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕὐκλείδης αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις εὖ και κλέος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Εὐκλείδης στη Βικιπαίδεια , 325-270 πκε, μαθηματικός στην Αλεξάνδρεια → δείτε και τη λέξη ευκλείδειος
- Εὐκλείδης (άρχοντας της Αθήνας, περίπου το 400 πκε → δείτε τον όρο ευκλείδεια γραφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία Εὐκλείδης
|
Πηγές
επεξεργασία- Εὐκλείδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.