↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερευνώμενος η ερευνώμενη το ερευνώμενο
      γενική του ερευνώμενου της ερευνώμενης του ερευνώμενου
    αιτιατική τον ερευνώμενο την ερευνώμενη το ερευνώμενο
     κλητική ερευνώμενε ερευνώμενη ερευνώμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερευνώμενοι οι ερευνώμενες τα ερευνώμενα
      γενική των ερευνώμενων των ερευνώμενων των ερευνώμενων
    αιτιατική τους ερευνώμενους τις ερευνώμενες τα ερευνώμενα
     κλητική ερευνώμενοι ερευνώμενες ερευνώμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ερευνώμενος < αρχαία ελληνική ἐρευνώμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἐρευνάω

ερευνώμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία