ερευνώμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερευνώμενος < αρχαία ελληνική ἐρευνώμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἐρευνάω
Μετοχή
επεξεργασίαερευνώμενος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερευνώμενος
|
ερευνώμενος, -η, -ο
|