γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐρευνώμενος ἐρευνωμένη τὸ ἐρευνώμενον
      γενική τοῦ ἐρευνωμένου τῆς ἐρευνωμένης τοῦ ἐρευνωμένου
      δοτική τῷ ἐρευνωμέν τῇ ἐρευνωμέν τῷ ἐρευνωμέν
    αιτιατική τὸν ἐρευνώμενον τὴν ἐρευνωμένην τὸ ἐρευνώμενον
     κλητική ! ἐρευνώμενε ἐρευνωμένη ἐρευνώμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐρευνώμενοι αἱ ἐρευνώμεναι τὰ ἐρευνώμεν
      γενική τῶν ἐρευνωμένων τῶν ἐρευνωμένων τῶν ἐρευνωμένων
      δοτική τοῖς ἐρευνωμένοις ταῖς ἐρευνωμέναις τοῖς ἐρευνωμένοις
    αιτιατική τοὺς ἐρευνωμένους τὰς ἐρευνωμένᾱς τὰ ἐρευνώμεν
     κλητική ! ἐρευνώμενοι ἐρευνώμεναι ἐρευνώμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐρευνωμένω τὼ ἐρευνωμέν τὼ ἐρευνωμένω
      γεν-δοτ τοῖν ἐρευνωμένοιν τοῖν ἐρευνωμέναιν τοῖν ἐρευνωμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἐρευνώμενος, -η, -ον

  • μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (ἐρευνῶμαι) του ρήματος ἐρευνάω
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De aere, aquis, locis, Chapter 2, @scaife.perseus
    Οὕτως ἄν τις ἐρευνώμενος καὶ προγιγνώσκων τοὺς καιροὺς, μάλιστ ἂν εἰδείη περὶ ἑκάστου, καὶ τὰ πλεῖστα τυγχάνοι τῆς ὁγιείης, καὶ κατ ὀρθὸν φέροιτο οὐκ ἐλάχιστα ἐν τῇ τέχνῃ.
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Θεαίτητος, 174a (173e-174a) @scaife.perseus
    [Σω.] […] ἡ δὲ διάνοια, ταῦτα πάντα ἡγησαμένη σμικρὰ καὶ οὐδέν, ἀτιμάσασα πανταχῇ πέτεται κατὰ Πίνδαρον τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε καὶ τὰ ἐπίπεδα γεωμετροῦσα, οὐρανοῦ θʼ ὕπερ ἀστρονομοῦσα, καὶ πᾶσαν πάντῃ φύσιν ἐρευνωμένη τῶν ὄντων ἑκάστου ὅλου, εἰς τῶν ἐγγὺς οὐδὲν αὑτὴν συγκαθιεῖσα.
    [Σω.] […] ενώ η διάνοια όλα αυτά τα θεωρεί μικρά και ασήμαντα και τα περιφρονεί και πετάει παντού σύμφωνα με τον Πίνδαρο, μετρώντας και τα κάτωθεν της γης και την επιφάνεια αυτής και μελετά αστρονομικώς τον ουρανόν και εξερευνά σε όλα τα μέρη την φύση του κάθε πράγματος του σύμπαντος, χωρίς να αρκείται σε όσα βρίσκονται πλησίον.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.