↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επωνύμιο τα επωνύμια
      γενική του επωνυμίου
επωνύμιου
των επωνυμίων
    αιτιατική το επωνύμιο τα επωνύμια
     κλητική επωνύμιο επωνύμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επωνύμιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπωνύμιον < ἐπί + -ωνύμιον (ἐπώνυμος, ὄνυμα). Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + -ωνύμιο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.poˈni.mi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πω‐νύ‐μι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επωνύμιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)