Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επικουρισμός οι επικουρισμοί
      γενική του επικουρισμού των επικουρισμών
    αιτιατική τον επικουρισμό τους επικουρισμούς
     κλητική επικουρισμέ επικουρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικουρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épicurisme < Épicure < αρχαία ελληνική Ἐπίκουρος < ἐπίκουρος < ἐπί + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kr̥s

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.ku.ɾiˈzmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επικουρισμός αρσενικό

  1. η ηθική και φιλοσοφική θεωρία του Επίκουρου
  2. ευδαιμονισμός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία