Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευδαιμονισμός οι ευδαιμονισμοί
      γενική του ευδαιμονισμού των ευδαιμονισμών
    αιτιατική τον ευδαιμονισμό τους ευδαιμονισμούς
     κλητική ευδαιμονισμέ ευδαιμονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευδαιμονισμός < ουσιαστικό ευδαιμονία + επίθημα -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευδαιμονισμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία, η ευδαιμονία είναι το υπέρτατο αγαθό, το οποίο οφείλει να αναζητά κάθε άνθρωπος
  2. η τάση ενός ατόμου ή ενός κοινωνικού συνόλου να συσσωρεύει υλικά αγαθά, με την πίστη πως αυτά αποφέρουν την ευδαιμονία

  Μεταφράσεις επεξεργασία