↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικήδειος η επικήδεια το επικήδειο
      γενική του επικήδειου της επικήδειας του επικήδειου
    αιτιατική τον επικήδειο την επικήδεια το επικήδειο
     κλητική επικήδειε επικήδεια επικήδειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικήδειοι οι επικήδειες τα επικήδεια
      γενική των επικήδειων των επικήδειων των επικήδειων
    αιτιατική τους επικήδειους τις επικήδειες τα επικήδεια
     κλητική επικήδειοι επικήδειες επικήδεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επικήδειος < αρχαία ελληνική ἐπικήδειος < ἐπί + κηδεία

  Επίθετο

επεξεργασία

επικήδειος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επικήδειος αρσενικό

  • λόγος που εκφωνείται σε κηδεία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία