επικήδειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικήδειος < αρχαία ελληνική ἐπικήδειος < ἐπί + κηδεία
Επίθετο
επεξεργασίαεπικήδειος
- που σχετίζεται με κηδεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπικήδειος αρσενικό
- λόγος που εκφωνείται σε κηδεία