Ετυμολογία

επεξεργασία
funèbre < λατινική funebris

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
funèbre funèbres

funèbre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με την κηδεία
     συνώνυμα: funéraire, mortuaire
  2. σχετικός με το θάνατο
     συνώνυμα: mortuaire
  3. πένθιμος
     συνώνυμα: funeste, lugubre, noir, sinistre
     αντώνυμα: gai, plaisant, riant