• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

gai

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Βασκικά (eu)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Γαλλικά (fr)
    • 2.1 Προφορά
    • 2.2 Επίθετο
      • 2.2.1 Συγγενικά

Βασκικά (eu)

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

gai (eu)

  1. θέμα



Γαλλικά (fr)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό gai gais
θηλυκό gaie gaies

gai (fr)

  1. χαρούμενος, εύθυμος
    ≈ συνώνυμα: allègre, content, hilare, jovial, joyeux
    ≠ αντώνυμα: triste
  2. (μεταφορικά) ελαφρά μεθυσμένος
    ≈ συνώνυμα: éméché, gris, pompette
  3. (προσπάθεια μεταγραφής στα γαλλικά του gay) ομοφυλόφιλος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • gaiement
  • gaieté
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=gai&oldid=5600678"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Οκτωβρίου 2022, στις 19:25

Γλώσσες

    • Asturianu
    • Català
    • Čeština
    • Cymraeg
    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Hrvatski
    • Magyar
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • Italiano
    • 한국어
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Bahasa Melayu
    • Li Niha
    • Norsk
    • Occitan
    • Polski
    • Português
    • Română
    • Русский
    • Svenska
    • Тоҷикӣ
    • ไทย
    • Tiếng Việt
    • Walon
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Οκτωβρίου 2022, στις 19:25.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας