funeste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
funeste | funestes |
Επίθετο
επεξεργασίαfuneste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) θανατικός, θανατηφόρος
- ολέθριος, καταστρεπτικός, τραγικός
- funeste à: μοιραίος
ενικός | πληθυντικός |
funeste | funestes |
funeste (fr) αρσενικό ή θηλυκό