ενικός         πληθυντικός  
funeste funestes

  Επίθετο

επεξεργασία

funeste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) θανατικός, θανατηφόρος
  2. ολέθριος, καταστρεπτικός, τραγικός
  3. funeste à: μοιραίος

Συγγενικά

επεξεργασία