Ετυμολογία

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lugubre lugubres

lugubre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (λόγιο) μακάβριος
     συνώνυμα: funeste, macabre
  2. (πιο συνηθισμένο) θλιμμένος
     συνώνυμα: sinistre, triste

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία