plaisant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | plaisant | plaisants |
θηλυκό | plaisante | plaisantes |
Επίθετο
επεξεργασίαplaisant (fr)
Μετοχή
επεξεργασίαplaisant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | plaisant | plaisants |
θηλυκό | plaisante | plaisantes |
plaisant (fr)
plaisant (fr)