plaisantin
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plaisantin | plaisantins |
plaisantin (fr) αρσενικό
- αυτός που κάνει φάρσες χαμηλού επιπέδου
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plaisantin | plaisantins |
plaisantin (fr) αρσενικό