Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
plaisantin plaisantins

plaisantin (fr) αρσενικό

  1. αυτός που κάνει φάρσες χαμηλού επιπέδου

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
plaisantin plaisantins

plaisantin (fr) αρσενικό

  1. αστείος, φαιδρός