plaisance
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plaisance | plaisances |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαplaisance (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) η αναψυχή
- (ειδικότερα) η ναυτιλία με μικρά σκάφη που γίνεται για τον αθλητισμό ή την αναψυχή
Εκφράσεις
επεξεργασία- de plaisance: αναψυχής