ενικός         πληθυντικός  
plaisance plaisances

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

plaisance (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) η αναψυχή
  2. (ειδικότερα) η ναυτιλία με μικρά σκάφη που γίνεται για τον αθλητισμό ή την αναψυχή
     συνώνυμα: voile, yachting

Εκφράσεις

επεξεργασία