επαγωγέας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επαγωγέας < (καθαρεύουσα) επαγωγεύς < επαγωγή + -εύς ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική inducteur)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επαγωγέας αρσενικό
- (φυσική) (ηλεκτρολογία) σύστημα που επαγωγικά δημιουργεί μαγνητικό πεδίο σε μηχανές που παράγουν ηλεκτρικό ρεύμα