• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

επαγωγέας

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επαγωγέας οι επαγωγείς
      γενική του επαγωγέα
& επαγωγέως
των επαγωγέων
    αιτιατική τον επαγωγέα τους επαγωγείς
     κλητική επαγωγέα επαγωγείς
όπως «ιππέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επαγωγέας < (καθαρεύουσα) επαγωγεύς < επαγωγή + -εύς ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική inducteur)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

επαγωγέας αρσενικό

  • (φυσική) (ηλεκτρολογία) σύστημα που επαγωγικά δημιουργεί μαγνητικό πεδίο σε μηχανές που παράγουν ηλεκτρικό ρεύμα

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • ἐπαγωγεύς

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    επαγωγέας
  • αγγλικά : inductor (en)
  • γαλλικά : inducteur (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επαγωγέας&oldid=3493643"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Απριλίου 2015, στις 19:37

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Απριλίου 2015, στις 19:37.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie