↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επαγωγέας οι επαγωγείς
      γενική του επαγωγέα των επαγωγέων
    αιτιατική τον επαγωγέα τους επαγωγείς
     κλητική επαγωγέα επαγωγείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επαγωγέας < (καθαρεύουσα) ἐπαγωγεύς < επαγωγή + -εύς ¨-έας (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inducteur)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επαγωγέας αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία