επαγωγικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαγωγικά < επαγωγικ(ός) + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
επαγωγικά
- με επαγωγικό τρόπο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαγωγικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
επαγωγικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επαγωγικός