επίσωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίσωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épisome < αρχαία ελληνική ἐπί + σῶμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
επίσωμα ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Épisome στη γαλλική Βικιπαίδεια
επίσωμα ουδέτερο