επίρρινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επίρρινος | η | επίρρινη & επίρρινος |
το | επίρρινο |
γενική | του | επίρρινου & επιρρίνου |
της | επίρρινης & επιρρίνου |
του | επίρρινου & επιρρίνου |
αιτιατική | τον | επίρρινο | την | επίρρινη & επίρρινο |
το | επίρρινο |
κλητική | επίρρινε | επίρρινη & επίρρινε |
επίρρινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επίρρινοι | οι | επίρρινες & επίρρινοι |
τα | επίρρινα |
γενική | των | επίρρινων & επιρρίνων |
των | επίρρινων & επιρρίνων |
των | επίρρινων & επιρρίνων |
αιτιατική | τους | επίρρινους & επιρρίνους |
τις | επίρρινες & επιρρίνους |
τα | επίρρινα |
κλητική | επίρρινοι | επίρρινες & επίρρινοι |
επίρρινα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα. Δείτε #σημειώσεις για τη μετακίνηση του τόνου. | ||||||
Κατηγορία όπως «διάδικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
→ λείπει η κλίση -ος, -ος/η, -ο
Ετυμολογία
επεξεργασία- επίρρινος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπίρρινος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈpi.ɾi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πίρ‐ρι‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαεπίρρινος, -ος/η, -ο (Χρειάζεται τεκμηρίωση το θηλυκό σε -η)
- (λόγιο) που βρίσκεται πάνω στη μύτη
- ※ Μετ’ ολίγα λεπτά, ότε ο Μανόλης κατήλθεν άπρακτος εκ της τελευταίας ανωτέρω περιγραφείσης επισκέψεώς του, ήκουσε θόρυβον, φωνάς και ταραχήν. Δύο φωναί ανδρικαί, η μία βραχνή, επίρρινος και οργίλη, η άλλη μελιχρά και καταπτραϋντική, ηκούοντο, συνεχώς εναλλάσσουσαι· αλλ’ αμφοτέρων εδέσποζεν οξεία και διάτορος φωνή, φωνή γυναικός νευροπαθούς, διαμαρτυρομένης με γοεράς και απειλητικάς κραυγάς, ας ακούων τις ευλόγως υπέθετεν ότι μεγάλη συμφορά είχεν ενσκήψει.
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίρρινος
|
Πηγές
επεξεργασία- επίρρινος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)