Δείτε επίσης: επίρρινος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπίρρινος τὸ ἐπίρρινον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπιρρίνου τοῦ ἐπιρρίνου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπιρρίν τῷ ἐπιρρίν
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπίρρινον τὸ ἐπίρρινον
     κλητική ! ἐπίρρινε ἐπίρρινον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπίρρινοι τὰ ἐπίρριν
      γενική τῶν ἐπιρρίνων τῶν ἐπιρρίνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπιρρίνοις τοῖς ἐπιρρίνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπιρρίνους τὰ ἐπίρριν
     κλητική ! ἐπίρρινοι ἐπίρριν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιρρίνω τὼ ἐπιρρίνω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιρρίνοιν τοῖν ἐπιρρίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπίρρινος < ἐπί- + ῥίς

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐπίρρινος, -ος, -ον