ἐπίρρινος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπίρρινος | τὸ | ἐπίρρινον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐπιρρίνου | τοῦ | ἐπιρρίνου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐπιρρίνῳ | τῷ | ἐπιρρίνῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπίρρινον | τὸ | ἐπίρρινον | ||
κλητική ὦ! | ἐπίρρινε | ἐπίρρινον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπίρρινοι | τὰ | ἐπίρρινᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐπιρρίνων | τῶν | ἐπιρρίνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπιρρίνοις | τοῖς | ἐπιρρίνοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπιρρίνους | τὰ | ἐπίρρινᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἐπίρρινοι | ἐπίρρινᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιρρίνω | τὼ | ἐπιρρίνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιρρίνοιν | τοῖν | ἐπιρρίνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐπίρρινος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που έχει μεγάλη μύτη
Πηγές
επεξεργασία- ἐπίρρινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.