επίπλαστος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επίπλαστος < ελληνιστική κοινή ἐπίπλαστος < ἐπί + αρχαία ελληνική πλαστός < πλάθω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ε.ˈpi.pla.stɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
επίπλαστος, -ή, -ο
Επεξεργασία
- ανεπίπλαστος
- επίπλαστα
- επιπλάστως
- → δείτε τις λέξεις πλαστός και πλάθω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επίπλαστος
|