επίπαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επίπαστος < αρχαία ελληνική ἐπίπαστος < ἐπιπάσσω < ἐπί + πάσσω
Επίθετο
επεξεργασίαεπίπαστος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη επιπάσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίπαστος
|