επιπάσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιπάσσω < αρχαία ελληνική ἐπιπάσσω < ἐπί + πάσσω
Ρήμα
επεξεργασίαεπιπάσσω
- (λόγιο) πασπαλίζω
- (ιατρική) καλύπτω ένα τραύμα ή κάποια προβληματική περιοχή του δέρματος με ειδική φαρμακευτική σκόνη