επίπαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίπαση | οι | επιπάσεις |
γενική | της | επίπασης* | των | επιπάσεων |
αιτιατική | την | επίπαση | τις | επιπάσεις |
κλητική | επίπαση | επιπάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιπάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεπίπαση θηλυκό
- (λόγιο) το πασπάλισμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη επιπάσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίπαση
|