επίορκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επίορκος | η | επίορκη | το | επίορκο |
γενική | του | επίορκου | της | επίορκης | του | επίορκου |
αιτιατική | τον | επίορκο | την | επίορκη | το | επίορκο |
κλητική | επίορκε | επίορκη | επίορκο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επίορκοι | οι | επίορκες | τα | επίορκα |
γενική | των | επίορκων | των | επίορκων | των | επίορκων |
αιτιατική | τους | επίορκους | τις | επίορκες | τα | επίορκα |
κλητική | επίορκοι | επίορκες | επίορκα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επίορκος < αρχαία ελληνική ἐπίορκος
Επίθετο
επεξεργασίαεπίορκος, -η, -ο
- το πρόσωπο που καταπάτησε τον όρκο του
- (για δημόσιους υπάλληλους) αυτός που έχει καταδικασθεί σε ποινή στερητική της ελευθερίας από ποινικό δικαστήριο