parjure
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
parjure | parjures |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαparjure (fr) αρσενικό
- (αρσενικό, μόνο στον ενικό) η ψευδομαρτυρία
- (αρσενικό ή θηλυκό) ο ψευδομάρτυρας
- ο επίορκος
ενικός | πληθυντικός |
parjure | parjures |
parjure (fr) αρσενικό