ενικός         πληθυντικός  
parjure parjures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

parjure (fr) αρσενικό

  1. (αρσενικό, μόνο στον ενικό) η ψευδομαρτυρία
  2. (αρσενικό ή θηλυκό) ο ψευδομάρτυρας
  3. ο επίορκος