ψεύδορκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψεύδορκος < αρχαία ελληνική ψεύδορκος
Επίθετο επεξεργασία
ψεύδορκος, -η, -ο
- που ορκίζεται ψευδή στοιχεία, που δίνει ψεύτικο όρκο ατομικά, σε ιδιωτικές συναντήσεις ή σε δικαστήριο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ψεύδορκος | τὸ ψεύδορκον | οἱ, αἱ ψεύδορκοι | τὰ ψεύδορκα |
Γενική | τοῦ, τῆς ψευδόρκου | τοῦ ψευδόρκου | τῶν ψευδόρκων | τῶν ψευδόρκων |
Δοτική | τῷ, τῇ ψευδόρκῳ | τῷ ψευδόρκῳ | τοῖς, ταῖς ψευδόρκοις | τοῖς ψευδόρκοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ψεύδορκον | τὸ ψεύδορκον | τοὺς, τὰς ψευδόρκους | τὰ ψεύδορκα |
Κλητική | ψεύδορκε | ψεύδορκον | ψεύδορκοι | ψεύδορκα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ψευδόρκω | |||
Γενική-Δοτική | ψευδόρκοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ψεύδορκος,ος,ον (& ψευδόρκιος,ος,ον)
- που ορκίζεται ψέματα
- που δεν τηρεί τον όρκο του, επίορκος
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ψεύδορκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψεύδορκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.