Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψεύδορκος η ψεύδορκη το ψεύδορκο
      γενική του ψεύδορκου της ψεύδορκης του ψεύδορκου
    αιτιατική τον ψεύδορκο την ψεύδορκη το ψεύδορκο
     κλητική ψεύδορκε ψεύδορκη ψεύδορκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψεύδορκοι οι ψεύδορκες τα ψεύδορκα
      γενική των ψεύδορκων των ψεύδορκων των ψεύδορκων
    αιτιατική τους ψεύδορκους τις ψεύδορκες τα ψεύδορκα
     κλητική ψεύδορκοι ψεύδορκες ψεύδορκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψεύδορκος < αρχαία ελληνική ψεύδορκος

  Επίθετο επεξεργασία

ψεύδορκος, -η, -ο

  • που ορκίζεται ψευδή στοιχεία, που δίνει ψεύτικο όρκο ατομικά, σε ιδιωτικές συναντήσεις ή σε δικαστήριο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ψεύδορκος τὸ ψεύδορκον οἱ, αἱ ψεύδορκοι τὰ ψεύδορκα
Γενική τοῦ, τῆς ψευδόρκου τοῦ ψευδόρκου τῶν ψευδόρκων τῶν ψευδόρκων
Δοτική τῷ, τῇ ψευδόρκῳ τῷ ψευδόρκῳ τοῖς, ταῖς ψευδόρκοις τοῖς ψευδόρκοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ψεύδορκον τὸ ψεύδορκον τοὺς, τὰς ψευδόρκους τὰ ψεύδορκα
Κλητική ψεύδορκε ψεύδορκον ψεύδορκοι ψεύδορκα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ψευδόρκω
Γενική-Δοτική ψευδόρκοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψεύδορκος < ψεύδ- + ὅρκος

  Επίθετο επεξεργασία

ψεύδορκος,ος,ον (& ψευδόρκιος,ος,ον)

  1. που ορκίζεται ψέματα
  2. που δεν τηρεί τον όρκο του, επίορκος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία