Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδορκέω < ψεύδορκος

ψευδορκέω -ψευδορκῶ

  • ορκίζομαι ψέματα, λέω ψέματα ενώ ορκίζομαι πως λέω την αλήθεια


Συγγενικά

επεξεργασία