Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψευδορκία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ψευδορκί
α
οι
ψευδορκί
ες
γενική
της
ψευδορκί
ας
των
ψευδορκι
ών
αιτιατική
την
ψευδορκί
α
τις
ψευδορκί
ες
κλητική
ψευδορκί
α
ψευδορκί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψευδορκία
<
ελληνιστική
ψευδορκία <
αρχαία ελληνική
ψευδορκέω
-
ψευδορκῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψευδορκία
θηλυκό
(
δόκιμο
στον ενικό)
η
ψευδής
μαρτυρία
με όρκο, ο ψεύτικος όρκος ατομικά (
επιορκία
), ιδιωτικά ή σε δικαστήριο
Συγγενικά
επεξεργασία
ψεύδορκος
ψευδορκώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία
επιορκία
μαρτυρία
όρκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψευδορκία
αγγλικά
:
perjury
(en)
(για το δικαστήριο)
γαλλικά
:
parjure
(fr)
,
faux
(fr)
témoignage
(fr)