Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιορκία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐπιορκία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επιορκί
α
οι
επιορκί
ες
γενική
της
επιορκί
ας
των
επιορκι
ών
αιτιατική
την
επιορκί
α
τις
επιορκί
ες
κλητική
επιορκί
α
επιορκί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιορκία
<
αρχαία ελληνική
(
ἐπιορκία
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιορκία
θηλυκό
το να
καταπατήσει
κάποιος μια
υπόσχεση
που έδωσε με
όρκο
Συγγενικά
επεξεργασία
επίορκος
επιορκώ
Συνώνυμα
επεξεργασία
παράβαση
ψευδορκία
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ψευδορκία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιορκία
αγγλικά
:
oathbreaking
(en)
γαλλικά
:
parjure
(fr)
ισπανικά
:
perjurio
(es)